- ἀνεπικούρητος
- ἀν-επι-κούρητος, ohne Beistand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀνεπικούρητος — without succour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπικούρητος — η, ο (Μ ἀνεπικούρητος, ον) ο αβοήθητος … Dictionary of Greek
ανεπικούρητος — η, ο αβοήθητος: Σ όλη αυτή τηδουλειά είχε μείνει εντελώς ανεπικούρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπικούρητον — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem acc sg ἀνεπικούρητος without succour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπικουρήτοις — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπικουρήτους — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπικούρητοι — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)